- στοματίτιδα
- η, Ν1. (ιατρ.-κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» — στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνουβ) «πολτώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα με πυώδες επίχρισμαγ) «ψευδομεμβρανώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα που συνοδεύεται από οροϊνώδες εξίδρωμα το οποίο σχηματίζει ψευδομεμβράνηδ) «ελκώδης στοματίτιδα» — σχηματισμός εξελκώσεων, κυρίως γύρω από τερηδονισμένα δόντια, λόγω νεκρώσεως τού βλεννογόνου και τού υποβλεννογόνιου ιστούε) «γαγγραινώδης στοματίτιδα» — στοματίτιδα που εμφανίζεται όταν η γενική κατάσταση τού ασθενούς είναι πολύ κακή και τα παθογόνα μικρόβια ιδιαιτέρως λοιμογόναστ) «αφθώδης στοματίτιδα» — εμφάνιση φυσαλίδων και πομφολύγων στο στόμαζ) «βακτηριακή στοματίτιδα»(κτην.) επιμόλυνση σε βλάβες που έχουν προκληθεί από ιούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatitis (< στόμα, -ατος + -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. στοματῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.